νευροπαθής

νευροπαθής
-ές
αυτός που πάσχει από νευροψυχικές διαταραχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevropathe < νευρ(ο)-* + -παθής (< πάθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Παπαδόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νευροπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει από νευροπάθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νευροπαθητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νευροπαθείς ή στη νευροπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. neuropathic < νευροπαθής + κατάλ. ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ] …   Dictionary of Greek

  • νευρωτικός — ή, ό 1. για φάρμακα, αυτό που επιδρά στα νεύρα. 2. αυτός που προκαλεί τη νεύρωση. 3. αυτός που πάσχει από νεύρωση, νευροπαθής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”